ξεσβερκώνομαι

ξεσβερκώνομαι
και ξεσβερκιάζομαι
1. αισθάνομαι πόνο στους μυς τού σβέρκου, τού τραχήλου, που οφείλεται σε μεγάλο κάματο, βγάζω τον σβέρκο μου
2. στρέφω επίμονα και επί πολλή ώρα το κεφάλι μου προς μία κατεύθυνση, ξελαιμιάζομαι («ξεσβερκώθηκε να τόν κοιτάζει»)
3. κουράζομαι σε υπερβολικό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + σβέρκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεσβέρκωμα — και ξεσβέρκιασμα, το [ξεσβερκώνομαι / ξεσβερκιάζομαι] 1. πόνος τών μυών τού τραχήλου από υπερβολική κούραση 2. εξάρθρωση τού λαιμού, τού σβέρκου …   Dictionary of Greek

  • ξεσβερκιάζομαι — βλ. ξεσβερκώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ξεσβερκιάζομαι — ξεσβερκιάστηκα, ξεσβερκιασμένος, και ξεσβερκώνομαι ξεσβερκώθηκα, ξεσβερκωμένος 1. νιώθω πόνο στο σβέρκο από κούραση. 2. στρέφω επίμονα το κεφάλι προς κάποιο σημείο,αλλ. ξελαιμιάζομαι: Ξεσβερκιάστηκες να βλέπεις ώρες στο παράθυρό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”